- λατρεύω
- μετ.1) сильно любить, обожать, боготворить; 2) заботиться (о чём-л.), содержать в чистоте (дом и т.п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λατρεύω — work for hire pres subj act 1st sg λατρεύω work for hire pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρεύω — λατρεύω, λάτρεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λατρεύω — (AM λατρεύω, Α ελεατ. τ. λατρείω) 1. αγαπώ τον θεό και τόν υπηρετώ με τέλεση τού τυπικού τής θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», Ευρ.) 2. αγαπώ πάρα πολύ, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β.… … Dictionary of Greek
λατρεύω — λάτρεψα, λατρεύτηκα, λατρεμένος 1. αγαπώ, τιμώ το Θεό. 2. αγαπώ υπερβολικά κάποιον: Οι γονείς λατρεύουν τα παιδιά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λατρεύετε — λατρεύω work for hire pres imperat act 2nd pl λατρεύω work for hire pres ind act 2nd pl λατρεύω work for hire imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρεύσουσι — λατρεύω work for hire aor subj act 3rd pl (epic) λατρεύω work for hire fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λατρεύω work for hire fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρεύσουσιν — λατρεύω work for hire aor subj act 3rd pl (epic) λατρεύω work for hire fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λατρεύω work for hire fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρεύσω — λατρεύω work for hire aor subj act 1st sg λατρεύω work for hire fut ind act 1st sg λατρεύω work for hire aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρεύῃ — λατρεύω work for hire pres subj mp 2nd sg λατρεύω work for hire pres ind mp 2nd sg λατρεύω work for hire pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευομένων — λατρεύω work for hire pres part mp fem gen pl λατρεύω work for hire pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευσάντων — λατρεύω work for hire aor part act masc/neut gen pl λατρεύω work for hire aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)